- εκχειλίζω
- και ξεχειλίζω1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ(«ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.»)2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου («ξεχείλισε η οργή μου»).
Dictionary of Greek. 2013.