εκχειλίζω

εκχειλίζω
και ξεχειλίζω
1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ
(«ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.»)
2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ
3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου («ξεχείλισε η οργή μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεκχέω — Α [εκχέω] 1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο 2. μέσ. παρεκχέομαι (για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω 3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος …   Dictionary of Greek

  • προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • υπερεκχειλίζω — Ν ξεχειλίζω υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχειλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”